- δικαιωματικός
- -ή, -όαυτός που απορρέει από κάποιο δικαίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικαιωματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι απόρροια του δικαιώματος: Ζητεί δικαιωματικά την αγάπη του, αφού είναι η σύζυγός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)